από staref » Δευτ Ιουν 30, 2008 2:08 pm
Κυριακάτικο πρωινό στην κουζίνα και η σύζυγος τηγανίζει
αυγά. Ο σύζυγος, αγουροξυπνημένος, ετοιμάζει τον καφέ, πίνει
μια γουλιά και μετά πάει και στέκεται ακριβώς δίπλα από την
σύζυγο, παρατηρώντας προσεκτικά τα αυγά.
Πίνει άλλη μια γουλιά καφέ.... και αρχίζει να φωνάζει
πανικόβλητος:
"Πρόσεχε...ΠΡΟΣΕΧΕ! Βάλε κι άλλο βούτυρο! Θεούλη μου! Έχεις
βάλει πολλά μαζί στο τηγάνι! ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ Γύρνα τα. Γύρνα τα
ΤΩΡΑ! Χρειάζονται κι άλλο βούτυρο. Μα που θα βρούμε κι άλλο
ΒΟΥΤΥΡΟ; Ωραία... Μη, ΠΡΟΣΕΧΕ, θα σου ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ!
Προσεχτικά... ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΑ! Σου είπα ΠΡΟΣΕΧΕ! Ποτέ δεν μ'ακούς
εμένα... ΠΟΤΕ! Γρήγορα! Γύρνα τα ΓΡΗΓΟΡΑ! Είσαι τρελή; Τα
έχεις παίξει; Μην ξεχάσεις να τα αλατίσεις, όλο το ξεχνάς το
αλάτι. Βάλε αλάτι. ΑΛΑΤΙ! ΒΑΛΕ ΑΛΑΤΙ ΣΟΥ ΕΙΠΑ!"
Η γυναίκα έχει μείνει αποσβολωμένη. "Τι έπαθες άνθρωπε μου;
Τι φωνάζεις μέσα στο αυτί μου;"
Ο σύζυγος ξαφνικά ηρεμεί τελείως και απαντάει... "Ήθελα να
σου δείξω πως είναι να σε έχω συνοδηγό όταν οδηγάω."
_________________
Ένας Έλληνας οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη και περνά με κόκκινο. Ο τούρκος μπάτσος λοιπόν τον σταματά.
- Περάσατε με κόκκινο κύριε.
- Ε και!!! Λέγε πόσο είναι το πρόστιμο να τελειώνουμε.
-Δεν υπάρχει πρόστιμο κύριε. Θα πρέπει να γίνει δίκη.
-Τι δίκη ρε φίλε. Κόψε την κλήση να τελειώνουμε.
Από τα πολλά ο μπάτσος τον πηγαίνει στο δικαστήριο που είναι όπως στις ταινίες.
Στεγάζεται στο κτήριο των φυλακών, είναι άθλιο, και τρομακτικό.
Μπόλικος κόσμος που περιμένει να δικαστεί, στην σειρά και ο Έλληνας φίλος μας.
Ο τούρκος πρόεδρος του δικαστηρίου αρχίζει:
- Τι έκανες, ρωτά τον Έλληνα.
- Πέρασα με κόκκινο, κύριε δικαστά. Κόψτε μου μια κλήση να πληρώσω.
- Δεν έχει πρόστιμο εδώ. Χασάν πάρε τον και πήδα τον.
- Μα τι λέτε κύριε πρόεδρε! κάνει ο Έλληνας τρομαγμένος. Πόσο κάνει να πληρώσω!
- Χασάν. Πάρε τον και πήδα τον. Ο επόμενος! Τί έκανες;
- Έκλεψα, κύριε δικαστά.
- Χασάν, πάρε τον και κόψε του τα χέρια. Ο επόμενος! Τί έκανες εσύ;
- Σκότωσα, κύριε δικαστά.
- Χασάν, πάρε τον και κόψε του το κεφάλι.
Ο Χασάν, τούρκος 180 κιλά, 2φυλλή ντουλάπα, καραφλός, με γυαλισμένο κεφάλι και ο ιδρώτας κάνουλα.
Βουτά και τους 3 μαζί από τον λαιμό και αρχίζει να τους πηγαίνει έξω από το δικαστήριο προς την φυλακή.
Οπότε ο Έλληνας γυρνά και του λέει:
- Και πού σαι Χασάν, ...κοίτα μην μπερδευτούμε. Εγώ είμαι για γαμήσι.
_________________
- Γιατί οι πουτάνες δουλεύουν στα μπουρδέλα, και οι τραβεστί στο πεζοδρόμιο;
- Γιατί το κρύο θέλει ***** !!
------------------------------------------------------------------------------------
Στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το χωριό πλέναν όλες οι γυναίκες τα ρούχα.
Λίγο παρακάτω κάθεται ένας και ψαρεύει.
Δύο από τις γυναίκες που έχουνε σταματήσει και ξεκουράζονται βλέπουν τον ψαρά και απορούνε γιατί στο ένα χέρι κρατάει ένα καλάμι και στο άλλο ένα τούβλο.
Όλο περιέργεια σηκώνεται η μία, πάει κοντά του και τον ρωτάει:
- Συγνώμη, να ρωτήσω κάτι; Το καλάμι ξέρω, το έχεις για να ψαρεύεις. Με το τούβλο όμως τί κάνεις;
- Είναι μεγάλο μυστικό, λέει χαμογελαστός ο ψαράς. Για να σου το πω, θα έπρεπε να κάτσεις να σε πηδήξω!
Νευριάζει η γυναίκα και φεύγει.
Την άλλη μέρα η γυναίκα τον ξαναβλέπει να κάθεται και να ψαρεύει με το καλάμι και το τούβλο, τον ξαναπαρακαλάει η γυναίκα να της πει αλλά αυτός ανένδοτος: "Θα σου πω μόνο αν μου κάτσεις."
Την τρίτη μέρα η γυναίκα το παίρνει απόφαση και του κάθεται για να μάθει το μυστικό.
- Το μυστικό είναι, λέει ο ψαράς μόλις τελείωσαν, ότι στο ψάρεμα δεν έχω πιάσει ούτε λέπι. Με αυτό το τούβλο όμως έχω ήδη πηδήξει το μισό χωριό!
------------------------------------------------------------------------------------
Η μητέρα του Μπόμπου μη προλαβαίνοντας να πάει τον κανακάρη της σχολείο,τηλεφωνεί σε ένα ταξί και δίνει στον ταξιτζή την διεύθυνση του σχολείου. Ο Μπόμπος μπαίνει στο ταξί στο πίσω κάθισμα και ξεκινούν. Ο ταξιτζής που είναι βαρύς και ασήκωτος οδηγεί σιωπηλά. Ξαφνικά περνούν από ένα χωράφι όπου βόσκουν αρνιά. Θέλοντας ο Μπόμπος να πιάσει κουβέντα με τον ταξιτζή, τον ρωτάει με παράπονο.
- Τώρα αν η μάνα μου ήταν προβατίνα και ο πατέρας μου τράγος, εγώ θα ήμουν ένα μικρό προβατάκι και δεν θα χρειαζόταν να πάω σχολείο, δεν συμφωνείς;
Ο ταξιτζής δεν δίνει σημασία και παραμένει σιωπηλός. Μετά από λίγο περνούν από έναν σταύλο. Θέλοντας πάλι ο Μπόμπος να πιάσει κουβέντα με τον ταξιτζή ρωτάει:
- Τώρα αν η μάνα μου ήταν μια φοράδα και ο πατέρας μου ένα άλογο, εγώ θα ήμουν ένα μικρό πουλάρι και δεν θα χρειαζόταν να πάω σχολείο, συμφωνείς;;
Πάλι αμίλητος ο ταξιτζής μέχρι που φτάνουν στο σχολείο. Πριν ο Μπόμπος κατεβεί απο το ταξί, τον ρωτάει ο ταξιτζής:
- Δε μου λες ρε μάγκα,αν η μάνα σου ήτανε που---α και ο πατέρας σου που----ς τί θα ήσουν εσύ;;
- Ταξιτζής, απαντά ο Μπόμπος, συμφωνείς;;
Το RAV4 ειναι το καλυτερο ;;;;;
Το ξερω αλλα θελω να τ' ακουω !!!!!